καταξιώ — καταξιῶ, όω (AM) βλ. καταξιώνω … Dictionary of Greek
καταξίωι — καταξίῳ , κατάξιος quite worthy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξιώνω — (AM καταξιῶ όω) θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.) νεοελλ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη… … Dictionary of Greek
καταξίωση — η (Α καταξίωσις) [καταξιώ] νεοελλ. η αναγνώριση τής αξίας κάποιου, η δικαίωση («στα γεροντάματα πέτυχε την καταξίωση που περίμενε σε όλη του τη ζωή») αρχ. η υπόληψη, ο σεβασμός, η εκτίμηση προς κάποιον … Dictionary of Greek
ԱՐԺԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἅξιος dignus Նա՝ կամ այն՝ որում արժան է ընծայել ինչ ʼի պատիւ կամ յանարգանս. արժանաւոր. յարմար. եւ Հաճոյ. ընտրեալ. ընտիր. պիտանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)